Anonymous

κοναβέω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κονᾰβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κόναβος]]), ηχώ, [[αντηχώ]], [[συγκρούομαι]] και κάνω κρότο, σε Όμηρ., Ησίοδ.
|lsmtext='''κονᾰβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κόναβος]]), ηχώ, [[αντηχώ]], [[συγκρούομαι]] και κάνω κρότο, σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κονᾰβέω:''' звенеть, гудеть ([[πήληξ]] κονάβησε Hom.; [[γαῖα]] κονάβησε Hes.): [[νῆες]] κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν Hom. корабли загудели в ответ кричащим ахейцам.
}}
}}