3,277,820
edits
(6_1) |
(1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποβρύκω''': (ῡ) δάκνων ἀποσπῶ, [[τρώγω]] λαιμάργως, τῶν [[κρεῶν]], (γενικ. μεριστ.) ἐκ τῶν [[κρεῶν]], Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 4· ἀπολ. [[κατασπαράσσω]] διὰ τῶν ὀδόντων, Ἄρχιππ. ἐν «Πλούτῳ»2· - τὸ ἐν Ἀνθ. Π. 7. 506, 8 ἀπέβρωξεν ὁ Πλανούδ. γράφει ἀπέβρυξεν. | |lstext='''ἀποβρύκω''': (ῡ) δάκνων ἀποσπῶ, [[τρώγω]] λαιμάργως, τῶν [[κρεῶν]], (γενικ. μεριστ.) ἐκ τῶν [[κρεῶν]], Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 4· ἀπολ. [[κατασπαράσσω]] διὰ τῶν ὀδόντων, Ἄρχιππ. ἐν «Πλούτῳ»2· - τὸ ἐν Ἀνθ. Π. 7. 506, 8 ἀπέβρωξεν ὁ Πλανούδ. γράφει ἀπέβρυξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποβρύκω:''' откусывать (τῶν [[κρεῶν]] Anth.). | |||
}} | }} |