Anonymous

ἀποβρύκω: Difference between revisions

From LSJ
1
(6_1)
(1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποβρύκω''': (ῡ) δάκνων ἀποσπῶ, [[τρώγω]] λαιμάργως, τῶν [[κρεῶν]], (γενικ. μεριστ.) ἐκ τῶν [[κρεῶν]], Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 4· ἀπολ. [[κατασπαράσσω]] διὰ τῶν ὀδόντων, Ἄρχιππ. ἐν «Πλούτῳ»2· - τὸ ἐν Ἀνθ. Π. 7. 506, 8 ἀπέβρωξεν ὁ Πλανούδ. γράφει ἀπέβρυξεν.
|lstext='''ἀποβρύκω''': (ῡ) δάκνων ἀποσπῶ, [[τρώγω]] λαιμάργως, τῶν [[κρεῶν]], (γενικ. μεριστ.) ἐκ τῶν [[κρεῶν]], Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 4· ἀπολ. [[κατασπαράσσω]] διὰ τῶν ὀδόντων, Ἄρχιππ. ἐν «Πλούτῳ»2· - τὸ ἐν Ἀνθ. Π. 7. 506, 8 ἀπέβρωξεν ὁ Πλανούδ. γράφει ἀπέβρυξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποβρύκω:''' откусывать (τῶν [[κρεῶν]] Anth.).
}}
}}