Anonymous

ὁμόρροθος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόρροθος:''' -ον, [[κυρίως]], αυτός που κωπηλατεί μαζί με κάποιον [[άλλο]]· απ' όπου, [[διπλανός]], [[κοντινός]], σε Θεόκρ.· επίσης, ὁμορρόθιος, <i>-ον</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὁμόρροθος:''' -ον, [[κυρίως]], αυτός που κωπηλατεί μαζί με κάποιον [[άλλο]]· απ' όπου, [[διπλανός]], [[κοντινός]], σε Θεόκρ.· επίσης, ὁμορρόθιος, <i>-ον</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόρροθος:''' Theocr. = [[ὁμορρόθιος]].
}}
}}