Anonymous

λυπέω: Difference between revisions

From LSJ
1,218 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῡπέω:''' μέλ. <i>λυπήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προξενώ]] [[λύπη]], πόνο, [[θλίψη]], [[ενόχληση]], σε Ηρόδ., Τραγ., κ.λπ.· ἡ [[θώραξ]] λυπεῖ, προκαλεί πόνο, ενοχλεί από το [[βάρος]] της, σε Ξεν.· απόλ., [[προξενώ]] πόνο ή [[λύπη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους επιδρομείς, [[ενοχλώ]], [[εξαντλώ]] το [[στράτευμα]] από τις συνεχείς επιθέσεις, σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. με Μέσ. μέλ., έχω πόνο, [[λύπη]], [[θλίψη]], δυσαρεστούμαι, θλίβομαι, σε Θέογν., κ.λπ.· <i>μὴλυπέο</i>, μη λυπάσαι, μην πικραίνεσαι, σε Ηρόδ.· με σύστ. αιτ., <i>λύπας λυπείσθαι</i>, σε Πλάτ.· επίσης, με αιτ. πράγμ., [[λυπάμαι]] για [[κάτι]], σε Σοφ.· απόλ., [[αισθάνομαι]] πόνο, [[πονώ]], σε Ευρ., κ.λπ.
|lsmtext='''λῡπέω:''' μέλ. <i>λυπήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προξενώ]] [[λύπη]], πόνο, [[θλίψη]], [[ενόχληση]], σε Ηρόδ., Τραγ., κ.λπ.· ἡ [[θώραξ]] λυπεῖ, προκαλεί πόνο, ενοχλεί από το [[βάρος]] της, σε Ξεν.· απόλ., [[προξενώ]] πόνο ή [[λύπη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους επιδρομείς, [[ενοχλώ]], [[εξαντλώ]] το [[στράτευμα]] από τις συνεχείς επιθέσεις, σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. με Μέσ. μέλ., έχω πόνο, [[λύπη]], [[θλίψη]], δυσαρεστούμαι, θλίβομαι, σε Θέογν., κ.λπ.· <i>μὴλυπέο</i>, μη λυπάσαι, μην πικραίνεσαι, σε Ηρόδ.· με σύστ. αιτ., <i>λύπας λυπείσθαι</i>, σε Πλάτ.· επίσης, με αιτ. πράγμ., [[λυπάμαι]] για [[κάτι]], σε Σοφ.· απόλ., [[αισθάνομαι]] πόνο, [[πονώ]], σε Ευρ., κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡπέω:''' <b class="num">1)</b> беспокоить, стеснять, тяготить (ἡ [[θώραξ]] λυπεῖ Xen.);<br /><b class="num">2)</b> воен. беспокоить набегами (τὴν Λακωνικήν Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> препятствовать, мешать (οὐδὲν ἐλύπησεν [[ὥστε]] μή … Xen.);<br /><b class="num">4)</b> дразнить, поддразнивать ([[ὑπό]] τινος λυπούμενος Lys.);<br /><b class="num">5)</b> теснить, преследовать (τοὺς Ἓλληνας Her.);<br /><b class="num">6)</b> изводить, мучить, донимать: ταὐτὰ [[ταῦτα]] λυποῦντες, [[ἅπερ]] ἐγὼ [[ὑμᾶς]] ἐλύπουν Plat. донимая (их) так же, как я вас донимал;<br /><b class="num">7)</b> огорчать, удручать, терзать (ἐλύπει αὐτὸν ἡ [[χώρα]] πορθουμένη Xen.); med.-pass. огорчаться (μὴ λυπέεο Her.; ἐλυπήθη ὁ [[βασιλεύς]] NT): ἐλυπεῖτο [[ὁρῶν]] Dem. ему тяжело было видеть.
}}
}}