3,277,169
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀχληρός:''' -ά, -όν, [[ενοχλητικός]], αυτός που γίνεται [[φόρτωμα]], που βαρύνει ή στενοχωρεί κάποιον, σε Ηρόδ., Ευρ., Πλάτ. | |lsmtext='''ὀχληρός:''' -ά, -όν, [[ενοχλητικός]], αυτός που γίνεται [[φόρτωμα]], που βαρύνει ή στενοχωρεί κάποιον, σε Ηρόδ., Ευρ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀχληρός:''' 3<br /><b class="num">1)</b> докучный, беспокоящий, надоедливый (οὐκ ὀ. ἔσομαί σοι πυνθανόμενος Plat.): πλοίῳ διαβαίνειν ὀχληρὸν ἦν Her. переправляться (через Эвфрат) на судне было неудобно;<br /><b class="num">2)</b> беспокойный, шумный (συμπόται Plat.). | |||
}} | }} |