Anonymous

δύσμορφος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), [[κακόμορφος]], [[άσχημος]], παραμορφωμένος, κακοφτιαγμένος, [[ἐσθής]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δύσμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), [[κακόμορφος]], [[άσχημος]], παραμορφωμένος, κακοφτιαγμένος, [[ἐσθής]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσμορφος:''' безобразный, некрасивый ([[ἐσθής]] Eur.; ὗς Plut.).
}}
}}