Anonymous

ἐλευθέριος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλευθέριος:''' -α ή -ος, -α, -ον· <b>I. 1. α)</b> αυτός που μιλά ή ενεργεί ως [[ελεύθερος]] [[άνθρωπος]], που έχει ελεύθερο [[πνεύμα]], ελεύθερη [[βούληση]], [[ελεύθερος]] στους τρόπους, συγγενές προς το [[ἐλεύθερος]], όπως το Λατ. [[liberalis]] προς το [[liber]], σε Πλάτ., Ξεν. <b>β)</b> αυτός που δίνει [[κάτι]] απλόχερα, [[ανοιχτοχέρης]], [[μεγαλόψυχος]], [[γενναιόδωρος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ενασχολήσεις, αυτές που αρμόζουν, που πρέπουν σ' έναν ελεύθερο άνδρα, γενναίες, ευγενικές· τὸ ἐλευθέριον = [[ἐλευθεριότης]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[εμφάνιση]], αβρή, ευγενική, αριστοκρατική, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[Ζεὺς]] Ἐλευθέριος, Δίας ο Ελευθερωτής, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐλευθέριος:''' -α ή -ος, -α, -ον· <b>I. 1. α)</b> αυτός που μιλά ή ενεργεί ως [[ελεύθερος]] [[άνθρωπος]], που έχει ελεύθερο [[πνεύμα]], ελεύθερη [[βούληση]], [[ελεύθερος]] στους τρόπους, συγγενές προς το [[ἐλεύθερος]], όπως το Λατ. [[liberalis]] προς το [[liber]], σε Πλάτ., Ξεν. <b>β)</b> αυτός που δίνει [[κάτι]] απλόχερα, [[ανοιχτοχέρης]], [[μεγαλόψυχος]], [[γενναιόδωρος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ενασχολήσεις, αυτές που αρμόζουν, που πρέπουν σ' έναν ελεύθερο άνδρα, γενναίες, ευγενικές· τὸ ἐλευθέριον = [[ἐλευθεριότης]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[εμφάνιση]], αβρή, ευγενική, αριστοκρατική, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[Ζεὺς]] Ἐλευθέριος, Δίας ο Ελευθερωτής, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλευθέριος:''' 2, редко 3<br /><b class="num">1)</b> достойный быть свободным человеком, свободный, вольный, независимый (οἱ ἐν ταῖς πόλεσι προστατεύοντες Xen.);<br /><b class="num">2)</b> достойный свободного гражданина, свободный, благородный ([[ἐπιστήμη]] Plat., Arst.; τέχναι, διατριβαί Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (о животных) благородный ([[ἵππος]] Xen.; ζῷα [[ἐλευθέρια]] καὶ εὐγενῆ Arst.);<br /><b class="num">4)</b> великодушный, щедрый, бескорыстный (εἰς χρήματα Xen.);<br /><b class="num">5)</b> несущий освобождение, освобождающий, избавляющий ([[Ζεύς]] Pind., Her., Thuc., Luc.; σωτὴρ καὶ ἐ. [[θεός]] Arst.).
}}
}}