Anonymous

ἀσαφής: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσᾰφής:''' -ές, [[ακαθόριστος]] στις αισθήσεις, [[αμυδρός]], [[δυσδιάκριτος]], [[ασαφής]], σε Θουκ.· ή στο [[μυαλό]], συγκεχυμένος, [[δυσνόητος]], σε Σοφ., Θουκ.· <i>νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν</i>, κατά τη [[διάρκεια]] της νύχτας βλέπει [[κανείς]] λιγότερο [[καθαρά]], σε Ξεν.· επίρρ. -[[φῶς]], [[σκοτεινά]], θολά, δυσνότητα, [[ἀσαφῶς]] ποτέρων ἀρξάντων, [[χωρίς]] να ξέρουμε [[ποιος]] άρχισε [[πρώτος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀσᾰφής:''' -ές, [[ακαθόριστος]] στις αισθήσεις, [[αμυδρός]], [[δυσδιάκριτος]], [[ασαφής]], σε Θουκ.· ή στο [[μυαλό]], συγκεχυμένος, [[δυσνόητος]], σε Σοφ., Θουκ.· <i>νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν</i>, κατά τη [[διάρκεια]] της νύχτας βλέπει [[κανείς]] λιγότερο [[καθαρά]], σε Ξεν.· επίρρ. -[[φῶς]], [[σκοτεινά]], θολά, δυσνότητα, [[ἀσαφῶς]] ποτέρων ἀρξάντων, [[χωρίς]] να ξέρουμε [[ποιος]] άρχισε [[πρώτος]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσᾰφής:''' <b class="num">1)</b> неясный (σημεῖα Thuc.; τὰ λεγόμενα Plat., Polyb.; ἴχνη Xen.; φωναί Arst.; [[ὄγκος]] ἀ. καὶ [[ἄσημος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> непонятно говорящий ([[διδάσκαλος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> мешающий ясно видеть, темный ([[νύξ]] Xen.).
}}
}}