3,277,119
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στρωμᾰτόδεσμον:''' τό, [[δερμάτινος]] ή [[λινός]] [[σάκκος]], μέσα στον οποίο οι δούλοι έπρεπε να τυλίξουν τα κλινοσκεπάσματα (<i>στρώματα</i>), σε Ξεν., Αισχίν. | |lsmtext='''στρωμᾰτόδεσμον:''' τό, [[δερμάτινος]] ή [[λινός]] [[σάκκος]], μέσα στον οποίο οι δούλοι έπρεπε να τυλίξουν τα κλινοσκεπάσματα (<i>στρώματα</i>), σε Ξεν., Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στρωμᾰτόδεσμον:''' τό мешок для постельных принадлежностей Arph., Xen., Plat., Aeschin. | |||
}} | }} |