Anonymous

λαθροπόδης: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαθροπόδης:''' -ου, ὁ (ποῦς), αυτός που περπατάει στα [[κρυφά]], που έρπει, σε Ανθ.
|lsmtext='''λαθροπόδης:''' -ου, ὁ (ποῦς), αυτός που περπατάει στα [[κρυφά]], που έρπει, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαθροπόδης:''' или λαθρό-πους, ποδος adj. (только acc. pl. λαθροπόδας) тайно подкрадывающийся, вороватый, т. е. незаметно разоряющий (должников) (τόκοι Anth.).
}}
}}