Anonymous

κυΐσκομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κυΐσκομαι:''' Παθ. μόνο στον ενεστ., [[συλλαμβάνω]], καθίσταμαι [[έγκυος]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
|lsmtext='''κυΐσκομαι:''' Παθ. μόνο στον ενεστ., [[συλλαμβάνω]], καθίσταμαι [[έγκυος]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κυΐσκομαι:''' становиться или быть беременной (ἔκ τινος Her., Arst.): κυϊσκομένη τε καὶ τίκτουσα Plat. способная стать беременной и рожать.
}}
}}