Anonymous

λειοκύμων: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λειοκύμων:''' [ῦ], -ον ([[κῦμα]]), [[γαλήνιος]], αυτός που έχει μικρά κύματα, [[ακύμαντος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''λειοκύμων:''' [ῦ], -ον ([[κῦμα]]), [[γαλήνιος]], αυτός που έχει μικρά κύματα, [[ακύμαντος]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''λειοκύμων:''' 2, gen. ονος (ῡ) с низкими волнами, чуть волнуемый, т. е. спокойный ([[θάλαττα]] Luc.).
}}
}}