Anonymous

δηλητηριώδης: Difference between revisions

From LSJ
1b
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[δηλητηριώδης]], -ες) [[δηλητήριον]]<br />αυτός που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, ο [[φαρμακερός]] (α. «δηλητηριώδη [[οξέα]]» β. «[[βελένιον]] τὸ δηλητηριῶδες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που χύνει [[δηλητήριο]] («[[δηλητηριώδης]] όφις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δηλητηριώδεις εκφράσεις, λόγοι κ.λπ.» — προσβλητικοί, πειρακτικοί.
|mltxt=-ες (AM [[δηλητηριώδης]], -ες) [[δηλητήριον]]<br />αυτός που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, ο [[φαρμακερός]] (α. «δηλητηριώδη [[οξέα]]» β. «[[βελένιον]] τὸ δηλητηριῶδες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που χύνει [[δηλητήριο]] («[[δηλητηριώδης]] όφις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δηλητηριώδεις εκφράσεις, λόγοι κ.λπ.» — προσβλητικοί, πειρακτικοί.
}}
{{elru
|elrutext='''δηλητηριώδης:''' содержащий яд ([[βελένιον]] Arst.).
}}
}}