Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναβολεύς: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναβολεύς:''' -έως, ἡ ([[ἀναβάλλω]]), [[θεράπων]] [[δούλος]], [[υπηρέτης]] που βοηθά κάποιον να ανέβει, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀναβολεύς:''' -έως, ἡ ([[ἀναβάλλω]]), [[θεράπων]] [[δούλος]], [[υπηρέτης]] που βοηθά κάποιον να ανέβει, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναβολεύς:''' έως ὁ стремянный, (помогающий садиться на коня) конюх Plut.
}}
}}