Anonymous

ἐπιζήμιος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιζήμιος:''' Δωρ. -ζάμιος, -ον ([[ζημία]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που προξενεί, που επιφέρει [[βλάβη]], [[επιβλαβής]], [[βλαβερός]], [[επιζήμιος]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αξιόποινος]]· <i>ἐπιζήμια</i>, <i>τά</i>, ποινές, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που υπόκειται σε [[τιμωρία]], που του επιβάλλεται [[ποινή]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''ἐπιζήμιος:''' Δωρ. -ζάμιος, -ον ([[ζημία]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που προξενεί, που επιφέρει [[βλάβη]], [[επιβλαβής]], [[βλαβερός]], [[επιζήμιος]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αξιόποινος]]· <i>ἐπιζήμια</i>, <i>τά</i>, ποινές, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που υπόκειται σε [[τιμωρία]], που του επιβάλλεται [[ποινή]], σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιζήμιος:''' <b class="num">1)</b> гибельный, пагубный, вредный (τινι Xen., Arst.);<br /><b class="num">2)</b> подлежащий или подвергнутый наказанию Plat., Aeschin.;<br /><b class="num">3)</b> карательный: τὰ ἐπιζήμια Plat., Arst. кары, наказания, взыскания.
}}
}}