3,274,917
edits
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιζήμιος:''' Δωρ. -ζάμιος, -ον ([[ζημία]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που προξενεί, που επιφέρει [[βλάβη]], [[επιβλαβής]], [[βλαβερός]], [[επιζήμιος]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αξιόποινος]]· <i>ἐπιζήμια</i>, <i>τά</i>, ποινές, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που υπόκειται σε [[τιμωρία]], που του επιβάλλεται [[ποινή]], σε Αισχίν. | |lsmtext='''ἐπιζήμιος:''' Δωρ. -ζάμιος, -ον ([[ζημία]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που προξενεί, που επιφέρει [[βλάβη]], [[επιβλαβής]], [[βλαβερός]], [[επιζήμιος]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αξιόποινος]]· <i>ἐπιζήμια</i>, <i>τά</i>, ποινές, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που υπόκειται σε [[τιμωρία]], που του επιβάλλεται [[ποινή]], σε Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιζήμιος:''' <b class="num">1)</b> гибельный, пагубный, вредный (τινι Xen., Arst.);<br /><b class="num">2)</b> подлежащий или подвергнутый наказанию Plat., Aeschin.;<br /><b class="num">3)</b> карательный: τὰ ἐπιζήμια Plat., Arst. кары, наказания, взыскания. | |||
}} | }} |