Anonymous

περικυκλόω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περικυκλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[περικυκλώνω]], [[περικλείω]]· [[συνήθως]] στη Μέσ., [[περικυκλώνω]] τον εχθρό, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[περιέρχομαι]], σε Λουκ.
|lsmtext='''περικυκλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[περικυκλώνω]], [[περικλείω]]· [[συνήθως]] στη Μέσ., [[περικυκλώνω]] τον εχθρό, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[περιέρχομαι]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''περικυκλόω:''' преимущ. med.<br /><b class="num">1)</b> брать в кольцо, окружать (τινα Xen., Arst., NT);<br /><b class="num">2)</b> обходить, ходить кругом, кружить: ἀναβάθρας π. Luc. всходить по винтовой лестнице.
}}
}}