Anonymous

ὁμόψηφος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόψηφος:''' -ον, αυτός που έχει ίσο [[δικαίωμα]] ψήφου με τους άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ.· [[μετά]] τινων, στον ίδ.
|lsmtext='''ὁμόψηφος:''' -ον, αυτός που έχει ίσο [[δικαίωμα]] ψήφου με τους άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ.· [[μετά]] τινων, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόψηφος:''' <b class="num">1)</b> иметь одинаковое право голоса: ὁ. τινι и [[μετά]] τινος Her. иметь право голосовать вместе с кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> голосовать вместе: ὁ. γίγνεσθαί τινι [[κατά]] τινος Lys. подавать свой голос (вместе) с кем-л. против кого-л.
}}
}}