Anonymous

ἀνήμελκτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνήμελκτος:''' -ον ([[ἀμέλγω]]), μη αρμεγμένος, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀνήμελκτος:''' -ον ([[ἀμέλγω]]), μη αρμεγμένος, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνήμελκτος:''' недоенный (θήλειαι Hom.).
}}
}}