Anonymous

ἀπαυράω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαυράω:''' χρησιμ. μόνον στον παρατ. [[ἀπηύρων]], <i>-ας</i>, <i>-α</i>, με μτχ. σε τύπο αορ. [[ἀπούρας]] (όπως εάν προερχόταν από <i>ἀπούρημι</i>), και μτχ. Μέσ. αορ. αʹ <i>ἀπουράμενος</i>· (το απλό [[ρήμα]] [[αὐράω]], το οποίο δεν υπάρχει σε [[χρήση]] και σήμαινε [[παίρνω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αφαιρώ]] ή [[αποσπώ]], [[υφαρπάζω]], με διπλ. αιτ. προσ. και πράγμ.· [[ἄμφω]] θυμὸν ἀπηύρα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τοὺς μὲν τεύχε' ἀπηύρα</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., κούρην Ἀχιλῆος [[ἀπούρας]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ. προσ., <i>πολέσσιν θυμὸν ἀπηύρα</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">4.</b> Μέσ., <i>ἀπουράμενοι ψυχάς</i>, χάνοντας την [[ζωή]] τους, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> [[δέχομαι]] ευνοϊκή ή κακή [[συγκυρία]], [[απολαμβάνω]] το καλό και [[υποφέρω]] το [[κακό]], στον ίδ., Ευρ.· πρβλ. ἐπ-αυρίσκομαι.
|lsmtext='''ἀπαυράω:''' χρησιμ. μόνον στον παρατ. [[ἀπηύρων]], <i>-ας</i>, <i>-α</i>, με μτχ. σε τύπο αορ. [[ἀπούρας]] (όπως εάν προερχόταν από <i>ἀπούρημι</i>), και μτχ. Μέσ. αορ. αʹ <i>ἀπουράμενος</i>· (το απλό [[ρήμα]] [[αὐράω]], το οποίο δεν υπάρχει σε [[χρήση]] και σήμαινε [[παίρνω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αφαιρώ]] ή [[αποσπώ]], [[υφαρπάζω]], με διπλ. αιτ. προσ. και πράγμ.· [[ἄμφω]] θυμὸν ἀπηύρα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τοὺς μὲν τεύχε' ἀπηύρα</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., κούρην Ἀχιλῆος [[ἀπούρας]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ. προσ., <i>πολέσσιν θυμὸν ἀπηύρα</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">4.</b> Μέσ., <i>ἀπουράμενοι ψυχάς</i>, χάνοντας την [[ζωή]] τους, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> [[δέχομαι]] ευνοϊκή ή κακή [[συγκυρία]], [[απολαμβάνω]] το καλό και [[υποφέρω]] το [[κακό]], στον ίδ., Ευρ.· πρβλ. ἐπ-αυρίσκομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαυράω:''' <b class="num">1)</b> уносить, отнимать, похищать (τινα τι, τινί τι и τινος τι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> получать в удел: ἀ. κακοῦ [[ἀνδρός]] Hes. разделить судьбу преступника; ἀ. φόνον πρός τινος Eur. быть убитым кем-л.
}}
}}