Anonymous

αἴθριος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἴθριος:''' -ον ([[αἴθρη]]), [[καθαρός]], [[λαμπρός]], [[ανέφελος]], [[ξάστερος]], λέγεται για τον καιρό, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.· επίθ. του [[Διός]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''αἴθριος:''' -ον ([[αἴθρη]]), [[καθαρός]], [[λαμπρός]], [[ανέφελος]], [[ξάστερος]], λέγεται για τον καιρό, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.· επίθ. του [[Διός]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἴθριος:''' <b class="num">1)</b> чистый, ясный, безоблачный ([[ἄνεμος]] HH, Arst.): ὁ [[Ζεὺς]] [[ἄλλοκα]] μὲν [[πέλει]] αἴ., [[ἄλλοκα]] δ᾽ ὕει Theocr. то стоит ясная погода, то идет дождь;<br /><b class="num">2)</b> холодный ([[πάγος]] Soph.).
}}
}}