Anonymous

ὑπόσκιος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόσκιος:''' -ον ([[σκιά]]), αυτός που βρίσκεται υπό [[σκιά]], [[σκιερός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ὑπόσκιος:''' -ον ([[σκιά]]), αυτός που βρίσκεται υπό [[σκιά]], [[σκιερός]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόσκιος:''' <b class="num">1)</b> тенистый, покрытый тенью (περίπατοι Plut.): ὑπόσκια στοματα Aesch. осененные (просительными ветвями), т. е. молящие уста;<br /><b class="num">2)</b> дающий густую тень (ψυκτήρια Aesch.).
}}
}}