Anonymous

εὔσκοπος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔσκοπος:''' Επικ. ἐΰ-σκ-, -ον ([[σκοπέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[οξεία]] όραση, [[οξυδερκής]], [[άγρυπνος]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αντικρίζεται σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]] ή απαιτεί εκτεταμένη [[θέα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ([[σκοπός]]) αυτός που πλήττει καίρια, λέγεται για αλάνθαστο [[χτύπημα]], σε Χρήσμ. [[παρά]] Ηροδ., Αισχύλ.
|lsmtext='''εὔσκοπος:''' Επικ. ἐΰ-σκ-, -ον ([[σκοπέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[οξεία]] όραση, [[οξυδερκής]], [[άγρυπνος]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αντικρίζεται σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]] ή απαιτεί εκτεταμένη [[θέα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ([[σκοπός]]) αυτός που πλήττει καίρια, λέγεται για αλάνθαστο [[χτύπημα]], σε Χρήσμ. [[παρά]] Ηροδ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔσκοπος:''' <b class="num">I</b> эп. [[ἐΰσκοπος]] [[σκοπέω]]<br /><b class="num">1)</b> далеко видящий, зоркий (Ἀργεϊφόντης Hom.);<br /><b class="num">2)</b> издали заметный, хорошо видный ([[τόπος]] Arst.; κεραῖαι Plut.): ἐν εὐσκόποισιν Arph. на видном месте;<br /><b class="num">3)</b> (о местностях) дающий широкий кругозор: τὰ εὐσκοπώτατα Xen. лучшие для наблюдателя пункты.<br /><b class="num">II</b> эп. [[ἐΰσκοπος]] 2 [[σκοπός]] бьющий без промаха, меткий ([[Ἄρτεμις]] Hom.; τόξα Aesch., [[Ἡρακλῆς]] Theocr.).
}}
}}