Anonymous

πλινθεύω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλινθεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[πλίνθος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κατασκευάζω]] με πλίνθους δηλ. τούβλα, <i>τὴν γῆν</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., [[κατασκευάζω]] πλίνθους, σε Αριστοφ.· ομοίως στη Μέσ., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[χτίζω]] από πλίνθους, <i>τείχη</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] σε [[σχήμα]] πλίνθου ή τούβλου, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πλινθεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[πλίνθος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κατασκευάζω]] με πλίνθους δηλ. τούβλα, <i>τὴν γῆν</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., [[κατασκευάζω]] πλίνθους, σε Αριστοφ.· ομοίως στη Μέσ., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[χτίζω]] από πλίνθους, <i>τείχη</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] σε [[σχήμα]] πλίνθου ή τούβλου, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πλινθεύω:''' <b class="num">1)</b> использовать для выделки кирпичей, превращать в кирпичи (γῆν Her.);<br /><b class="num">2)</b> строить из кирпичей (τείχη Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> выделывать в форме кирпичей (πλαίσια Arph.);<br /><b class="num">4)</b> вырабатывать кирпичи Arph.: πλινθεύεσθαι ἐκ τῆς τάφρου Thuc. приготовлять себе кирпичи из (глины вырытой из) рва.
}}
}}