Anonymous

μεταστένω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταστένω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ. ·<br /><b class="num">I.</b> [[θρηνώ]] [[κατόπιν]] εορτής, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[θρηνώ]] [[μετά]] από [[κάτι]] ή αργότερα, σε Ευρ.
|lsmtext='''μεταστένω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ. ·<br /><b class="num">I.</b> [[θρηνώ]] [[κατόπιν]] εορτής, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[θρηνώ]] [[μετά]] από [[κάτι]] ή αργότερα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταστένω:''' (впоследствии) оплакивать (ἄτην Hom.; πόνον Aesch.; med. [[ἄλγος]] τινός Eur.).
}}
}}