Anonymous

ἐμβροχή: Difference between revisions

From LSJ
2
(11)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἐμβροχή]])<br /><b>1.</b> το να εμβραχεί [[κάτι]], ύγρανση, [[μούσκεμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[διήθηση]] του δέρματος νεκρού εμβρύου από το αμνιακό [[υγρό]]<br /><b>2.</b> [[μέθοδος]] εκχύλισης δρόγης για [[παραλαβή]] τών δραστικών συστατικών της<br /><b>αρχ.</b><br />[[έμβρεγμα]], [[κομπρέσα]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἐμβροχή]], η (Α)<br />[[βρόχος]], [[αγχόνη]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἐμβροχή]])<br /><b>1.</b> το να εμβραχεί [[κάτι]], ύγρανση, [[μούσκεμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[διήθηση]] του δέρματος νεκρού εμβρύου από το αμνιακό [[υγρό]]<br /><b>2.</b> [[μέθοδος]] εκχύλισης δρόγης για [[παραλαβή]] τών δραστικών συστατικών της<br /><b>αρχ.</b><br />[[έμβρεγμα]], [[κομπρέσα]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἐμβροχή]], η (Α)<br />[[βρόχος]], [[αγχόνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμβροχή:''' <b class="num">I</b> ἡ [[ἐμβρέχω]] примочка, припарка (ἐ. καὶ [[κατάπλασμα]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ἡ [[βρόχος]] веревка с петлей Luc.
}}
}}