3,277,002
edits
(36) |
(4) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥυθμικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥυθμός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον ρυθμό<br /><b>2.</b> αυτός που διατάσσεται, διατυπώνεται ή εκτελείται με [[ρυθμικότητα]], [[κανονικότητα]] ή [[συμμετρία]], [[έρρυθμος]] (α. «ρυθμική [[κίνηση]]» β. «ρυθμική [[μελωδία]]»<br />«ῥυθμική [[λέξις]]», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ρυθμικός]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) ο [[έμπειρος]] [[γνώστης]] τών διαφόρων μουσικών και ποιητικών ρυθμών<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ρυθμική</i><br />η [[μελέτη]] τών ρυθμών στη [[μουσική]], στην [[ποίηση]], στη [[ρητορική]] και στη [[γυμναστική]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ρυθμική [[αγωγή]]»<br /><b>μουσ.</b> η [[ταχύτητα]] εκτέλεσης του ρυθμού («ἀγωγὴ δ' ἐστὶ χρόνων [[τάχος]] ἢ βραδύτης», Κοϊντλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η τονική [[στιχουργία]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την προσωδιακή<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ρυθμική [[γυμναστική]]» — [[σύστημα]] έκφρασης όλων τών παραμέτρων της μουσικής, όπως [[είναι]] η [[μελωδία]], ο [[ρυθμός]], η [[δυναμική]], η [[αρμονία]], η [[ενορχήστρωση]], ο όγκος, η [[πυκνότητα]], η [[άρθρωση]], η [[δομή]] της μορφής, το ύφος και η [[τεχνοτροπία]], μέσω του ανθρώπινου σώματος<br />β) «[[ρυθμικός]] [[πεζός]] [[λόγος]]»<br /><b>λογοτ.</b> [[μορφή]] πεζού λόγου στην οποία ενυπάρχει [[ρυθμός]], [[δηλαδή]] συγκεκριμένη [[τάξη]] τών λέξεων, που προσδίδει και στον λόγο ιδιαίτερη φωνητική [[αξία]], ιδιαίτερη συναισθηματική [[φόρτιση]], ιδιαίτερη [[ένταση]] ή [[σημασία]], αλλ. ρυθμική [[πεζογραφία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ρυθμικώς</i> / <i>ῥυθμικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>ρυθμικά</i> Ν<br />με ρυθμικό τρόπο, με ρυθμό. | |mltxt=-ή, -ό / [[ῥυθμικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥυθμός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον ρυθμό<br /><b>2.</b> αυτός που διατάσσεται, διατυπώνεται ή εκτελείται με [[ρυθμικότητα]], [[κανονικότητα]] ή [[συμμετρία]], [[έρρυθμος]] (α. «ρυθμική [[κίνηση]]» β. «ρυθμική [[μελωδία]]»<br />«ῥυθμική [[λέξις]]», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ρυθμικός]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) ο [[έμπειρος]] [[γνώστης]] τών διαφόρων μουσικών και ποιητικών ρυθμών<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ρυθμική</i><br />η [[μελέτη]] τών ρυθμών στη [[μουσική]], στην [[ποίηση]], στη [[ρητορική]] και στη [[γυμναστική]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ρυθμική [[αγωγή]]»<br /><b>μουσ.</b> η [[ταχύτητα]] εκτέλεσης του ρυθμού («ἀγωγὴ δ' ἐστὶ χρόνων [[τάχος]] ἢ βραδύτης», Κοϊντλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η τονική [[στιχουργία]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την προσωδιακή<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ρυθμική [[γυμναστική]]» — [[σύστημα]] έκφρασης όλων τών παραμέτρων της μουσικής, όπως [[είναι]] η [[μελωδία]], ο [[ρυθμός]], η [[δυναμική]], η [[αρμονία]], η [[ενορχήστρωση]], ο όγκος, η [[πυκνότητα]], η [[άρθρωση]], η [[δομή]] της μορφής, το ύφος και η [[τεχνοτροπία]], μέσω του ανθρώπινου σώματος<br />β) «[[ρυθμικός]] [[πεζός]] [[λόγος]]»<br /><b>λογοτ.</b> [[μορφή]] πεζού λόγου στην οποία ενυπάρχει [[ρυθμός]], [[δηλαδή]] συγκεκριμένη [[τάξη]] τών λέξεων, που προσδίδει και στον λόγο ιδιαίτερη φωνητική [[αξία]], ιδιαίτερη συναισθηματική [[φόρτιση]], ιδιαίτερη [[ένταση]] ή [[σημασία]], αλλ. ρυθμική [[πεζογραφία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ρυθμικώς</i> / <i>ῥυθμικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>ρυθμικά</i> Ν<br />με ρυθμικό τρόπο, με ρυθμό. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥυθμικός:''' <b class="num">1)</b> ритмичный, размеренный, мерный ([[κίνησις]] Plat.; [[ποικιλία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> одаренный чувством ритма ([[ἀνήρ]] Plut.). | |||
}} | }} |