Anonymous

προκηρύσσω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκηρύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανακοινώνω]] με κήρυκα, [[διακηρύσσω]] δημοσίως, σε Σοφ.· με αιτ. πράγμ., στον ίδ.
|lsmtext='''προκηρύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανακοινώνω]] με κήρυκα, [[διακηρύσσω]] δημοσίως, σε Σοφ.· με αιτ. πράγμ., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προκηρύσσω:''' атт. [[προκηρύττω]]<br /><b class="num">1)</b> объявлять или приказывать через глашатая (τι Soph.; π. τινὶ ποιεῖν τι Arst., Plut.): π. δωρεάς τινι Polyb. объявить через глашатая о присуждении наград кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> проповедовать (τι NT).
}}
}}