3,277,381
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Χῖος:''' ,-α, -ον (συνηρ. αντί <i>Χίιος</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[Χιώτης]], αυτός που ανήκει ή κατάγεται από τη Χίο, [[Χῖος]] [[ἀοιδός]], δηλ. ο [[Όμηρος]], σε Θεόκρ.· [[Χῖος]] [[οἶνος]], σε Αριστοφ.· ομοίως, [[Χῖος]] μόνο του, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., <i>Χῖοι</i>, <i>οἱ</i>, οι κάτοικοι της Χίου, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> ὁ [[χῖος]] (ενν. [[βόλος]]), το χειρότερο [[ρίξιμο]] των κύβων, το «ασσό-δυο» καλείται [[Χῖος]], αντίθ. προς το [[Κῷος]]· για το οὐ [[Χῖος]] ἀλλὰ [[Κεῖος]], βλ. [[Κέως]]. | |lsmtext='''Χῖος:''' ,-α, -ον (συνηρ. αντί <i>Χίιος</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[Χιώτης]], αυτός που ανήκει ή κατάγεται από τη Χίο, [[Χῖος]] [[ἀοιδός]], δηλ. ο [[Όμηρος]], σε Θεόκρ.· [[Χῖος]] [[οἶνος]], σε Αριστοφ.· ομοίως, [[Χῖος]] μόνο του, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., <i>Χῖοι</i>, <i>οἱ</i>, οι κάτοικοι της Χίου, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> ὁ [[χῖος]] (ενν. [[βόλος]]), το χειρότερο [[ρίξιμο]] των κύβων, το «ασσό-δυο» καλείται [[Χῖος]], αντίθ. προς το [[Κῷος]]· για το οὐ [[Χῖος]] ἀλλὰ [[Κεῖος]], βλ. [[Κέως]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Χῖος:''' хиосский ([[ναῦς]] Thuc.; [[ἄνθρωπος]] Dem.; [[οἶνος]] Arph.): Χ. [[ἀοιδός]] Theocr. = [[Ὃμηρος]]. | |||
}} | }} |