Anonymous

ἐμπατέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> (<i>ἐν</i>), [[προχωρώ]] μέσα ή [[εισέρχομαι]] σε ένα [[μέρος]], [[εισβάλλω]], [[καταπατώ]], με αιτ., σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐμπᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> (<i>ἐν</i>), [[προχωρώ]] μέσα ή [[εισέρχομαι]] σε ένα [[μέρος]], [[εισβάλλω]], [[καταπατώ]], με αιτ., σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπᾰτέω:''' входить, вступать (μελάθρων Aesch. - v. l. [[μέλαθρον]]).
}}
}}