Anonymous

προσπεριλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσπεριλαμβάνω:''' [[περιλαμβάνω]], [[συμπεριλαμβάνω]] [[επιπλέον]], σε Δημ.
|lsmtext='''προσπεριλαμβάνω:''' [[περιλαμβάνω]], [[συμπεριλαμβάνω]] [[επιπλέον]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσπεριλαμβάνω:''' сверх того охватывать, также включать (νόμους Dem.; τι τῷ νῷ Polyb.): π. τινὰ ἐν ταῖς συνθήκαις Polyb. включать кого-л. в договор.
}}
}}