Anonymous

δολιόφρων: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δολιόφρων:''' ὁ, ἡ ([[φρήν]]), [[πανούργος]] στο [[μυαλό]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''δολιόφρων:''' ὁ, ἡ ([[φρήν]]), [[πανούργος]] στο [[μυαλό]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δολιόφρων:''' 2, gen. ονος Aesch., Eur. = [[δολιόμητις]].
}}
}}