Anonymous

οἴημα: Difference between revisions

From LSJ
3b
(28)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἴημα]], τὸ (Α)<br />(γενικά)<br /><b>1.</b> [[ιδέα]], [[γνώμη]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) η [[μεγάλη]] [[ιδέα]] που έχει [[κανείς]] για τον εαυτό του, [[έπαρση]], [[αλαζονεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>οἰη</i>- του παθ. αορ. <i>οἰήθην</i> του [[οἴομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
|mltxt=[[οἴημα]], τὸ (Α)<br />(γενικά)<br /><b>1.</b> [[ιδέα]], [[γνώμη]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) η [[μεγάλη]] [[ιδέα]] που έχει [[κανείς]] για τον εαυτό του, [[έπαρση]], [[αλαζονεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>οἰη</i>- του παθ. αορ. <i>οἰήθην</i> του [[οἴομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''οἴημα:''' ατος τό самомнение (οἴ. καὶ [[ἀλαζονεία]] Plut.).
}}
}}