Anonymous

παλίμπαις: Difference between revisions

From LSJ
3b
(30)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[παλίμπαις]], -αιδος)<br />(για ενήλικο ή γέροντα) αυτός που, από διανοητική [[άποψη]], έγινε [[ξανά]] [[παιδί]], που ξαναμωράθηκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[παῖς]].
|mltxt=ο, η (Α [[παλίμπαις]], -αιδος)<br />(για ενήλικο ή γέροντα) αυτός που, από διανοητική [[άποψη]], έγινε [[ξανά]] [[παιδί]], που ξαναμωράθηκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[παῖς]].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίμπαις:''' παιδος adj. впавший в детство (γέροντες Luc.).
}}
}}