Anonymous

κτητός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κτητός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> ρημ. επίθ. του [[κτάομαι]], αυτό που μπορεί να αποκτηθεί, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αξίζει να αποκτηθεί, [[ποθητός]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αποκτημένος, <i>κτητὴ</i>, [[γυναίκα]]-[[δούλος]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''κτητός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> ρημ. επίθ. του [[κτάομαι]], αυτό που μπορεί να αποκτηθεί, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αξίζει να αποκτηθεί, [[ποθητός]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αποκτημένος, <i>κτητὴ</i>, [[γυναίκα]]-[[δούλος]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κτητός:''' <b class="num">1)</b> могущий быть добытым, покупной, наживной ([[βόες]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> купленый ([[γυνή]] Hes.);<br /><b class="num">3)</b> могущий быть приобретенным, приобретаемый (ἡ πολιτικὴ [[ἀρετή]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> составляющий предмет желаний, желанный ([[Ἔρως]] Plat.).
}}
}}