Anonymous

μεταδρομάδην: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταδρομάδην:''' ([[δρόμος]]), επίρρ., τρέχοντας στο κατόπι, παρακολουθώντας [[στενά]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μεταδρομάδην:''' ([[δρόμος]]), επίρρ., τρέχοντας στο κατόπι, παρακολουθώντας [[στενά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταδρομάδην:''' (μᾰ) adv. преследуя, вдогонку, на бегу: μ. ἔλασ᾽ ὦμον Hom. (Эврипил) на бегу поразил в плечо (Гипсенора).
}}
}}