Anonymous

ἀντίδικος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντίδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), [[αντίδικος]] στη [[δίκη]], [[συνήγορος]] ή [[κατήγορος]], [[ενάγων]] ή [[εναγόμενος]], σε Πλάτ. κ.λπ.· γενικά, [[αντίπαλος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀντίδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), [[αντίδικος]] στη [[δίκη]], [[συνήγορος]] ή [[κατήγορος]], [[ενάγων]] ή [[εναγόμενος]], σε Πλάτ. κ.λπ.· γενικά, [[αντίπαλος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντίδῐκος:''' ὁ<b class="num">1)</b> юридическая сторона Plat., Aeschin.;<br /><b class="num">2)</b> обвинитель, истец Lys.;<br /><b class="num">3)</b> противник, враг (Πριάμου ἀ. [[Μενέλαος]] Aesch.).
}}
}}