Anonymous

εὐφραντός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(15)
(2b)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐφραντός]], -ή, -όν (Α) [[ευφραίνω]]<br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που προκαλεί [[ευφροσύνη]], ο [[ευχάριστος]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> αυτός που ευφραίνεται, ο [[γεμάτος]] [[χαρά]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) <i>τὰ Εὐφραντά</i><br />[[τίτλος]] έργου του Τιμοκράτους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐφραντῶς</i> (Μ)<br />ευχάριστα, ευάρεστα.
|mltxt=[[εὐφραντός]], -ή, -όν (Α) [[ευφραίνω]]<br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που προκαλεί [[ευφροσύνη]], ο [[ευχάριστος]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> αυτός που ευφραίνεται, ο [[γεμάτος]] [[χαρά]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) <i>τὰ Εὐφραντά</i><br />[[τίτλος]] έργου του Τιμοκράτους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐφραντῶς</i> (Μ)<br />ευχάριστα, ευάρεστα.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐφραντός:''' радостный, приятный [[Timocrates]] ap. Diog. L.
}}
}}