Anonymous

ἀβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), αυτός που δεν έχει βλέφαρα, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), αυτός που δεν έχει βλέφαρα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀβλέφᾰρος:''' лишенный ресниц (ὦπες Anth.).
}}
}}