Anonymous

ἐναγικός: Difference between revisions

From LSJ
2
(11)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐναγικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε άνθρωπο εναγή («χρημάτων εναγικών», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐναγικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε άνθρωπο εναγή («χρημάτων εναγικών», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνᾰγικός:''' пораженный проклятием, запятнанный преступлением (χρήματα Plut.).
}}
}}