Anonymous

διακολλάω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διᾰκολλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συγκολλώ]], σε Λουκ.
|lsmtext='''διᾰκολλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συγκολλώ]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διακολλάω:''' склеивать (τὰ βιβλία Luc.): λίθῳ διακεκολλημένος Luc. выложенный каменными плитами.
}}
}}