Anonymous

μεστός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεστός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[πλήρης]], [[γεμάτος]], εντελώς [[γεμάτος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., [[γεμάτος]] από, [[πλήρης]] από ένα [[πράγμα]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., <i>ἀπάτης</i>, ἀπορίας [[μεστός]], σε Πλάτ.· μεταφ., επίσης, [[γεμάτος]] από ένα [[πράγμα]], σε Ευρ.· ομοίως με μτχ., <i>μεστὸς ἦν θυμούμενος</i>, δηλ. είμαι [[γεμάτος]] θυμό, σε Σοφ.
|lsmtext='''μεστός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[πλήρης]], [[γεμάτος]], εντελώς [[γεμάτος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., [[γεμάτος]] από, [[πλήρης]] από ένα [[πράγμα]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., <i>ἀπάτης</i>, ἀπορίας [[μεστός]], σε Πλάτ.· μεταφ., επίσης, [[γεμάτος]] από ένα [[πράγμα]], σε Ευρ.· ομοίως με μτχ., <i>μεστὸς ἦν θυμούμενος</i>, δηλ. είμαι [[γεμάτος]] θυμό, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεστός:''' <b class="num">1)</b> полный, переполненный ([[ὕδατος]], χρημάτων Arph.; λίθων καὶ γῆς Plat.; σίτου καὶ οἴνου Xen.);<br /><b class="num">2)</b> преисполненный (ἐλπίδων ἀγαθῶν, σπουδῆς Xen.; ὑποψίας καὶ δείματος Plat.; φρενῶν ἀγαθῶν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> пресыщенный: μ. ἦ θυμούμενος Soph. я был пресыщен скорбью; μ. ἐγένετο ἀγανακτῶν Dem. он досыта излил свой гнев.
}}
}}