3,276,318
edits
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιπράσσω:''' Αττ. -ττω, Ιων. -[[πρήσσω]]· μέλ. <i>-ξω</i>· [[ενεργώ]] ενάντια, [[αντενεργώ]], αντιπράττω, <i>τινί</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[ενεργώ]] κατά [[αντίθεση]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀντιπράσσω:''' Αττ. -ττω, Ιων. -[[πρήσσω]]· μέλ. <i>-ξω</i>· [[ενεργώ]] ενάντια, [[αντενεργώ]], αντιπράττω, <i>τινί</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[ενεργώ]] κατά [[αντίθεση]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιπράσσω:''' атт. [[ἀντιπράττω]], ион. [[ἀντιπρήσσω]] (реже med.) противодействовать, оказывать сопротивление, противиться (Dem., Plut.; τινι Xen. и πρός τι Arst., Polyb.): ὁ ἀντιπρήσσων Her. и ἀντιπραττόμενος Xen. противник. | |||
}} | }} |