Anonymous

ἀντιπράσσω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιπράσσω:''' Αττ. -ττω, Ιων. -[[πρήσσω]]· μέλ. <i>-ξω</i>· [[ενεργώ]] ενάντια, [[αντενεργώ]], αντιπράττω, <i>τινί</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[ενεργώ]] κατά [[αντίθεση]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀντιπράσσω:''' Αττ. -ττω, Ιων. -[[πρήσσω]]· μέλ. <i>-ξω</i>· [[ενεργώ]] ενάντια, [[αντενεργώ]], αντιπράττω, <i>τινί</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[ενεργώ]] κατά [[αντίθεση]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιπράσσω:''' атт. [[ἀντιπράττω]], ион. [[ἀντιπρήσσω]] (реже med.) противодействовать, оказывать сопротивление, противиться (Dem., Plut.; τινι Xen. и πρός τι Arst., Polyb.): ὁ ἀντιπρήσσων Her. и ἀντιπραττόμενος Xen. противник.
}}
}}