Anonymous

ἁδρύνω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁδρύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i> ([[ἁδρός]]), [[ωριμάζω]], κάνω [[κάτι]] να μεστώσει, να ωριμάσει, σε Ξεν. — Παθ., [[ωριμάζω]], [[μεστώνω]], [[γίνομαι]] ώριμος, λέγεται για καρπούς ή [[σιτηρά]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἁδρύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i> ([[ἁδρός]]), [[ωριμάζω]], κάνω [[κάτι]] να μεστώσει, να ωριμάσει, σε Ξεν. — Παθ., [[ωριμάζω]], [[μεστώνω]], [[γίνομαι]] ώριμος, λέγεται για καρπούς ή [[σιτηρά]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁδρύνω:''' способствовать росту, созреванию (τὸν πυρὸν τῇ θερμὀτητι Plut.): ὁ [[ἥλιος]] τὰ μεν ἁδρύνων, τὰ δὲ ξηραίνων Xen. солнце, которое одни (растения) приводит к созреванию, а другие иссушает; pass. расти, созревать (τὸ [[λήϊον]] ἁδρύνεται Her.; οἱ σῖτοι ταχὺ ἁδρυνόμενοι Arst.).
}}
}}