3,277,700
edits
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁδρύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i> ([[ἁδρός]]), [[ωριμάζω]], κάνω [[κάτι]] να μεστώσει, να ωριμάσει, σε Ξεν. — Παθ., [[ωριμάζω]], [[μεστώνω]], [[γίνομαι]] ώριμος, λέγεται για καρπούς ή [[σιτηρά]], σε Ηρόδ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἁδρύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i> ([[ἁδρός]]), [[ωριμάζω]], κάνω [[κάτι]] να μεστώσει, να ωριμάσει, σε Ξεν. — Παθ., [[ωριμάζω]], [[μεστώνω]], [[γίνομαι]] ώριμος, λέγεται για καρπούς ή [[σιτηρά]], σε Ηρόδ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁδρύνω:''' способствовать росту, созреванию (τὸν πυρὸν τῇ θερμὀτητι Plut.): ὁ [[ἥλιος]] τὰ μεν ἁδρύνων, τὰ δὲ ξηραίνων Xen. солнце, которое одни (растения) приводит к созреванию, а другие иссушает; pass. расти, созревать (τὸ [[λήϊον]] ἁδρύνεται Her.; οἱ σῖτοι ταχὺ ἁδρυνόμενοι Arst.). | |||
}} | }} |