3,241,250
edits
(33) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ<br />η [[ιδιότητα]] του πολυφάγου, το να τρώει [[κανείς]] πολύ ή περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται, [[αδηφαγία]], [[λαιμαργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> υπερβολική [[επιθυμία]] για [[λήψη]] τροφής η οποία δεν περιορίζεται από την [[αίσθηση]] κορεσμού, αποτελεί ένα από τα συμπτώματα εκδήλωσης του διαβήτη και παρατηρείται σε ορισμένες φυλές, ενώ έχει [[σχέση]] με το [[περιβάλλον]] και την κληρονομική [[προδιάθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολύφαγος</i>. <i>Ο</i> τ. ως νεοελλ. [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>polyphagie</i>]. | |mltxt=η, ΝΑ<br />η [[ιδιότητα]] του πολυφάγου, το να τρώει [[κανείς]] πολύ ή περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται, [[αδηφαγία]], [[λαιμαργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> υπερβολική [[επιθυμία]] για [[λήψη]] τροφής η οποία δεν περιορίζεται από την [[αίσθηση]] κορεσμού, αποτελεί ένα από τα συμπτώματα εκδήλωσης του διαβήτη και παρατηρείται σε ορισμένες φυλές, ενώ έχει [[σχέση]] με το [[περιβάλλον]] και την κληρονομική [[προδιάθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολύφαγος</i>. <i>Ο</i> τ. ως νεοελλ. [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>polyphagie</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυφᾰγία:''' ἡ прожорливость Arst., Plut. | |||
}} | }} |