Anonymous

εὔαρχος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔαρχος:''' -ον ([[ἄρχω]]), αυτός που ξεκινά [[καλά]], αυτός που κάνει [[καλή]] [[αρχή]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔαρχος:''' -ον ([[ἄρχω]]), αυτός που ξεκινά [[καλά]], αυτός που κάνει [[καλή]] [[αρχή]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔαρχος:''' <b class="num">1)</b> кладущий хорошее начало ([[λόγος]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> делающий хороший почин, успешно начинающий (дела) ([[ἐμπολεύς]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> легко управляемый, покорный (οἱ θυμοειδεῖς δοῦλοι οὐκ εὔαρχοι Arst.).
}}
}}