Anonymous

χώσεται: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χώσεται:''' Επικ. αντί <i>χώσηται</i>, γʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ του [[χώομαι]].
|lsmtext='''χώσεται:''' Επικ. αντί <i>χώσηται</i>, γʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ του [[χώομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''χώσεται:''' эп. (= χώσηται) 3 л. sing. aor. conjct. к [[χώομαι]].
}}
}}