Anonymous

ὑπερθέω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[τρέχω]] πέρα από, [[ὑπερθέω]] ἄκραν, [[παρακάμπτω]] το [[ακρωτήρι]], τον κάβο, παροιμ., [[διαφεύγω]] κίνδυνο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεπερνώ]], [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]], με αιτ., σε Ευρ.
|lsmtext='''ὑπερθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[τρέχω]] πέρα από, [[ὑπερθέω]] ἄκραν, [[παρακάμπτω]] το [[ακρωτήρι]], τον κάβο, παροιμ., [[διαφεύγω]] κίνδυνο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεπερνώ]], [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]], με αιτ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερθέω:''' <b class="num">1)</b> пробегать мимо, проскакивать, тж. (благополучно) миновать (ἄκραν Aesch., Eur.; Ἑλλάδος ὅρους Luc.);<br /><b class="num">2)</b> преодолевать, побеждать (τι Plat.): ὑ. τινα τύχῃ Eur. быть счастливее кого-л.
}}
}}