Anonymous

ἀνθρακεύω: Difference between revisions

From LSJ
1
(4)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀνθρακεύω]])<br />[[παρασκευάζω]] ξυλάνθρακες<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για πλοία ή ατμομηχανές) [[προμηθεύομαι]] κάρβουνα<br /><b>αρχ.</b><br />[[καίω]] [[κάτι]] ώσπου να γίνει [[κάρβουνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[τύπος]] <span style="color: red;"><</span> [[ανθρακεύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανθρακευτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανθράκευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρακευτός]]. <i>Η</i> λ. μαρτυρείται από το 1889 στο <i>Ελληνογαλλικό Λεξικό</i> του Νικόλαου Κοντόπουλου ([[κατά]] το [[υδρεύω]])].
|mltxt=(Α [[ἀνθρακεύω]])<br />[[παρασκευάζω]] ξυλάνθρακες<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για πλοία ή ατμομηχανές) [[προμηθεύομαι]] κάρβουνα<br /><b>αρχ.</b><br />[[καίω]] [[κάτι]] ώσπου να γίνει [[κάρβουνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[τύπος]] <span style="color: red;"><</span> [[ανθρακεύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανθρακευτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανθράκευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρακευτός]]. <i>Η</i> λ. μαρτυρείται από το 1889 στο <i>Ελληνογαλλικό Λεξικό</i> του Νικόλαου Κοντόπουλου ([[κατά]] το [[υδρεύω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθρᾰκεύω:''' превращать в уголь, медленно сжигать (τινὰ πυρί Arph.).
}}
}}