Anonymous

ἐπαρήγω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰρήγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[έρχομαι]] προς [[βοήθεια]], [[βοηθώ]], <i>τινί</i>, σε Όμηρ., Ευρ.· απόλ., προστ. αορ. αʹ <i>ἐπάρηξον</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐπᾰρήγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[έρχομαι]] προς [[βοήθεια]], [[βοηθώ]], <i>τινί</i>, σε Όμηρ., Ευρ.· απόλ., προστ. αορ. αʹ <i>ἐπάρηξον</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαρήγω:''' оказывать помощь, помогать (τινί Hom., Eur., Arph., Xen.): [[οὑπαρήξων]] (= ὁ ἐπαρήξων) Soph. помощник, защитник; ἐπάκουσον ἐπάρηξον Aesch. выслушай и помоги.
}}
}}