Anonymous

σφετερίζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφετερίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ή <i>-ξω</i> ([[σφέτερος]]), ιδιοποιούμαι [[κάτι]] που δεν μου ανήκει, [[οικειοποιούμαι]] με αθέμιτα μέσα, [[σφετερίζομαι]], [[υφαρπάζω]], [[καταχρώμαι]], [[υπεξαιρώ]], σε Πλάτ.· ομοίως, αποθ. [[σφετερίζομαι]], σε Ξεν., Δημ.
|lsmtext='''σφετερίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ή <i>-ξω</i> ([[σφέτερος]]), ιδιοποιούμαι [[κάτι]] που δεν μου ανήκει, [[οικειοποιούμαι]] με αθέμιτα μέσα, [[σφετερίζομαι]], [[υφαρπάζω]], [[καταχρώμαι]], [[υπεξαιρώ]], σε Πλάτ.· ομοίως, αποθ. [[σφετερίζομαι]], σε Ξεν., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''σφετερίζω:''' преимущ. med. (fut. σφετεριοῦμαι, aor. ἐσφετερισάμην - дор. ἐσφετεριξάμην, pf. ἐσφετέρισμαι, ppf. ἐσφετερίσμην)<br /><b class="num">1)</b> присваивать себе, завладевать, захватывать (τὰ πράγματα κατὰ τὴν πόλιν Plat.; τὸ [[ναῦλον]] Dem.);<br /><b class="num">2)</b> привлекать, на свою сторону ([[ὅλον]] τὸν ἀκροατήν Luc.).
}}
}}